- παιγνικός
- παιγνικός, -ή, -όν (ΑΜ) [παίγνιον]μσν.αυτός που προσφέρεται για ψυχαγωγίααρχ.αυτός που αρέσκεται στους αστεϊσμούς. Επίρ. παιγνικῶς (Μ)1. με παιγνιώδη τρόπο2. χάριν αστεΐσμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.